του Δημήτρη Καμπουράκη...
(Μετά την θερμοτάτην υποδοχήν του σκαλαθύρματος μου «ωδή για παχουλές», θεωρώ εαυτόν ηθικώς υπόχρεον να εμβαθύνει έτι περαιτέρω εις τας χυμώδεις λεπτομερείας του μείζονος τούτου ζητήματος. Προς αποφυγήν φεμινιστικών παρεξηγήσεων, ξεκαθαρίζω ευθύς εξ αρχής ότι αναφέρομαι εις την καθαρά ερωτικήν πλευράν της γυναικείας φύσεως και ουχί εις την εν γένει αξία των θηλέων ή εις την ανεκτίμητον προσφορά αυτών επί του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι.)
Η γυναίκα είναι σαν την κουζίνα. Αν δεν έχει (η κουζίνα) ευρύχωρους πάγκους, μπόλικα ράφια, βαθιά ντουλάπια και μεγάλο νεροχύτη, δεν μπορείς να στριφογυριστείς με άνεση και να φτιάξεις ένα φαγητό της προκοπής. Μεταξύ μας, όσο κι αν τα μινιόν κουζινάκια των σύγχρονων σπιτιών υπερηφανεύονται για την εργονομική αξιοποίηση του χώρου τους και τις hi-tec δυνατότητες τους, αποδεικνύονται ανεπαρκή να αντέξουν μια εμπνευσμένη έκρηξη δημιουργικότητας ενός αληθινού σεφ. Σε κάθε περίπτωση και για να μην ταλαιπωρώ το θέμα με περιττά παραδείγματα, η γυναίκα (όπως και η κουζίνα) πρέπει να έχει ευκολίες.
Μη ρωτάτε αν ο περιφραστικός νεολογισμός «γυναίκα με ευκολίες» αναφέρεται στις γυναίκες με καμπύλες, στις αρκετά παχουλές, στις χοντρούλες ή στις εντελώς υπέρβαρες. Πέφτετε στην παγίδα των εικονοκλαστών, που προσπαθούν να φυλακίσουν τον ερωτισμό στην αριθμητική και μετατρέπουν το ερεθιστικότερο των συναισθημάτων σε τοπογραφικό σχέδιο. Όταν αναφερόμαστε στο γυναικείο κορμί, είναι ανώφελο να το συνδέουμε με χρυσές τομές και ιδανικές -δήθεν- αναλογίες. Όλα τούτα αφήνουν αδιάφορο έναν πραγματικό εραστή. Τα χιλιοστά λίπους κάτω απ’ το δέρμα αφορούν τους χασάπηδες, η αναλογία ύψους-βάρους ενδιαφέρει τους διαβητολόγους, η σχέση στήθους-μέσης-περιφέρειας χρησιμεύει στις μοδίστρες.
Οι γνήσιοι ερωτικοί παίχτες όμως, ενδιαφέρονται για τη μοναδική αναλογία που αξίζει τον κόπο, δηλαδή την ερωτική αρμονία ανάμεσα στο κορμί και τη διάνοια της γυναίκας. Σωματικά, η γνήσια ερωτική σύντροφος δεν οριοθετείται με προσθαφαιρέσεις, δεν μετριέται με μεζούρες, δεν ζυγίζεται με πλάστιγγες. Η γυναίκα αυτής της συνομοταξίας όμως, υποχρεούται να διακονεί ένα μυαλό που ανοίγει πόρτες ηδονής και ολοκλήρωσης σ’ αυτό το άμετρο κορμί, δίχως να το μπλοκάρει με λογιών-λογιών χαζές συστολές και έξωθεν φυτεμένες ανασφάλειες. Τουτέστιν, η εύσαρκη γυναίκα είναι προνομιούχος και αν δεν το αντιλαμβάνεται οφείλεται στον τρόπο που σκέφτεται (ή της επέβαλαν να σκέφτεται), όχι στο σώμα της.
Ανοίγω παρένθεση ιστορικής φύσεως: Το πρότυπο ομορφιάς της ξερακιανής, ξεγοφιασμένης γυναίκας των τελευταίων σαράντα χρόνων, αποτελεί ιστορική ύβρη. Η επιβολή του μοντέλου αυτού (που αντέστρεψε την προαιώνια αντίληψη της ανθρωπότητας περί του γυναικείου κάλλους και αρμονίας), δεν είναι τίποτα άλλο παρά το φρικαλέο αποτέλεσμα της επικράτησης των gay σχεδιαστών στην παγκόσμια βιομηχανία μόδας μετά το 1960. Επέβαλαν στις γυναίκες έναν άνισο αγώνα ενάντια στη φύση τους, με στόχο την προσαρμογή τους στο ανδρικό εξωτερικό περίβλημα, το οποίο αποτελούσε την ιδανική γι’ αυτούς εικόνα ομορφιάς. Μυτερά χαρακτηριστικά προσώπου, ίσιοι γλουτοί, μικρά οπίσθια, ανύπαρκτα στήθη, κοιλιά γεμάτη φέτες. Πλήρης αλλοίωση της φυσικής τάξης των πραγμάτων... Κλείνει η παρένθεση.
Η γνήσια ερωτική γυναίκα παράγει ζέστη και ιδρώτα. Δίχως αυτά το ερωτικό της πεδίο πάσχει, είναι ανολοκλήρωτο. Όταν ο άνδρας-σύντροφος βρίσκεται μπροστά σε τέτοια έλλειψη, συνηθέστατα νιώθει ανίκανος να την εξηγήσει καθώς την αντιλαμβάνεται ασυνείδητα. Όσα αρσενικά είναι (ερωτικά) απαίδευτα και (κοινωνικά) ετερόφωτα, προτιμούν να απωθούν το κενό που παράγεται μέσα τους από το προβληματικό ερωτικό πεδίο της συντρόφου, παρά να έρθουν σε ευθεία αντιπαράθεση με την κρατούσα άποψη περί γυναικείας ομορφιάς. Ενίοτε όμως βιώνουν σχιζοφρενικά, μια ακατανόητη εσωτερική αντίφαση που καταδυναστεύει την ανδρική τους φύση: Γουστάρουν το σεξ μ’ αυτή που διστάζουν να κυκλοφορήσουν στην πιάτσα, ενώ βαριούνται ή και απεχθάνονται το σεξ μ’ αυτή που προτιμούν να δείχνουν στους φίλους τους.
Η αντίφαση αυτή, εννιά στις δέκα φορές καταλήγει στην εφ’ όρου ζωής καταδυνάστευση του αρσενικού, καταδεικνύοντας την τρομακτική δύναμη των κυρίαρχων ιδεολογικών μηχανισμών έναντι του φυσικού ενστίκτου, το οποίο ο βιομηχανικός πολιτισμός θάβει όλο και βαθύτερα ως μη προσοδοφόρο. Η παραγωγή ζέστης και ιδρώτα προϋποθέτουν αφθονία σάρκας, διάθεσης και κίνησης. Όμως, χορταστικές δόσεις αυτών των ανεπανάληπτων ερωτικών ελιξιρίων μπορούν να παραχθούν μόνο από τα έγκατα ενός πληθωρικού πλάσματος, ενώ ακόμα και η πιο φιλότιμη προσπάθεια ενός ισχνού σώματος είναι καταδικασμένη σε αναιμικά αποτελέσματα.
Η συμφιλίωση της εύσαρκης γυναίκας με το σώμα της και η συνειδητοποίηση των πλεονεκτημάτων της επιβλητικής αύρας της, δε μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από την απενοχοποίηση των παραγώγων τους. Η ζέστη και ο ιδρώτας βρίσκονται στην αντίπερα όχθη των προϊόντων της παγκόσμιας βιομηχανίας διατροφής – δίαιτας – μόδας - γυμναστικής – καλλυντικών – αποσμητικών - χειρουργικής αισθητικής. Ο πελώριος αυτός μηχανισμός παραγωγής προϊόντων και πλύσης εγκεφάλου, στηρίζει την αύξηση της διηπειρωτικής πελατείας του σε δύο αδελφικούς πυλώνες: Στον πολλαπλασιασμό των γυναικείων ενοχών για το σώμα στο οποίο έτυχε να κατοικοεδρεύουν και στην υιοθεσία εκ’ μέρους των ανδρών μιας αισθητικής που κατασκευάζεται στα εργαστήρια αυτής της τερατώδους βιομηχανικής αλυσίδας.
Κάτω από το πρίσμα αυτής της κυρίαρχης παγκόσμιας αισθητικής, η ιδέα της επαφής με τον υπερθετικό βαθμό της γυναικείας ζέστης και του ιδρώτα (ειδικά μέσα στο κατακαλόκαιρο) δημιουργεί στον μέσο σημερινό άνδρα συναισθήματα άρνησης. Τίποτα πιο γελοίο και παράταιρο. Ο κανονικός άνδρας δεν ζεσταίνεται επιδερμικά από τη ζέστη της γυναίκας, θερμαίνεται εσωτερικά απ’ αυτήν. Άρα η εξωτερική ζέστη είναι μέγεθος αμελητέο. Κι ο πραγματικός εραστής ανταγωνίζεται τη γυναίκα στην παραγωγή ιδρώτα, αλλιώς αναφερόμαστε σ’ έναν στείρο και αποξηραμένο έρωτα, όπου οι μυρωδιές και οι αλμύρες των κορμιών παραμένουν δυο ασύμβατα σύμπαντα. Τουναντίον, η συνειδητή αποδοχή της φυσικής αισθητικής απελευθερώνει το ερωτικό ένστικτο και βοηθά την ερωτική συμπεριφορά να δραπετεύσει από τις νόρμες εμπορευματοποίησης.
Φυσικά, δεν καλώ σε κάποιον ανένδοτο αγώνα υπέρ της παχουλής γυναίκας ή εναντίον κάθε λιπόσαρκης. Ούτε επιζητώ την αντικατάσταση των παχύσαρκων γυναικείων ορδών στις εισόδους των ινστιτούτων αδυνατίσματος, με ουρές από κοκαλιάρες που θα συνωστίζονται στις εξώπορτες των εστιατορίων για να παχύνουν. Η φύση έχει απαντήσει σε τέτοιους εξτρεμισμούς κατασκευάζοντας και παχουλές και κανονικές και αποσκελετωμένες. Στο μόνο που επιμένω είναι στην αποκατάσταση της αισθητικής μέσα στο μωσαϊκό του γυναικείου κόσμου, δηλαδή στην επαναφορά του προαιώνιου κανόνα που λέει ότι «όμορφη γυναίκα είναι η εύσαρκη, ενώ άσχημη είναι η αδύνατη». Τόσο απλό.
Οι πολυποίκιλες ορολογίες (τοπικές ή αργκό) που αναφέρονται στις γυναίκες αυτού του σωματότυπου και ταμπεραμέντου, είναι υπέροχες. Οι λέξεις που τις συνοδεύουν γεμίζουν το στόμα. Οι επιλεγόμενες μπαμπάτσικες, ζουμπουρλές, τσουπωτές, καμπυλόγραμμες, κρεβατογεμίστρες ή ξεχειμωνιάστρες (λουφάζεις βαθιά στον κόρφο τους μέχρι να περάσει ο σκληρός χειμώνας), έχουν ενεργοποιήσει όλη την εκφραστικότητα της ελληνικής γλώσσας. Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα ευφυέστερα κομπλιμέντα που έχω ακούσει για γυναίκα είναι το «αυτή περιγράφεται μόνο με τα χέρια». Υπάρχει βεβαίως αντίστοιχη ποικιλία αρνητικών χαρακτηρισμών που προέρχεται απ’ το στρατόπεδο των λιπόσαρκων. Το λεκτικό του οπλοστάσιο όμως πάσχει από εκφραστική δυσανεξία και επικεντρώνεται σε ρηχές παρομοιώσεις με τη βιοποικιλότητα του ζωικού βασιλείου. Η γλωσσοπλαστική φτώχεια οδηγεί εύκολα την κοκαλιάρα γυναίκα ή τον αδαή άνδρα, να ονομάσει «φάλαινα» ή «αγελάδα» την ευτραφή γειτόνισσα.
Οι παρομοιώσεις αυτές απορρίπτονται συλλήβδην ως προϊόντα βιτριολικής κακίας, αλλά για την οικονομία της συζήτησης ας τις δεχτούμε: Ακόμα κι έτσι όμως, ποιος αλήθεια μπορεί να συγκρίνει την ερωτική μεγαλοπρέπεια μιας φάλαινας που διασχίζει αγέρωχη τους ωκεανούς, με τις σπασμωδικές κινήσεις μιας νευρωτικής ρέγκας που πλέει δίπλα της; Αν το αναλύσουμε από την πλευρά του άνδρα-κυνηγού, το υπέρτατο λογοτεχνικό έργο «Μόμπι Ντικ» που καταπιάνεται με το κυνήγι ως απόλυτο βίωμα, γράφτηκε για τις φάλαινες κι όχι για τις ρέγκες. Όσο για τον χαρακτηρισμό «αγελάδα», τον σκέφτηκα πολλές φορές δίχως ποτέ να νιώσω ότι φρενάρει την ερωτική μου διάθεση. Προτιμώ χίλιες φορές να νιώθω σαν ένα μικρό μοσχαράκι που η σαρκώδης γλώσσα της αγελάδας (μέσα σε μια πανδαισία ζέστης και υγρασίας) γλύφει ολόκληρο με μια μόνο κίνηση, παρά να αισθανθώ πάνω στο κορμί μου την αεικίνητη στεγνή γλώσσα ενός μακρόστενου φιδιού που με κοιτάζει με κρυστάλλινο βλέμμα.
Φυσικά, η παρομοίωση κάθε αδύνατης γυναίκας με «ρέγκα» ή «φίδι» είναι καταφανώς άδικη. Καταδεικνύει όμως πόσο ατελέσφορη είναι η χρήση των αρνητικών χαρακτηρισμών, οι οποίοι επιστρατεύονται συστηματικά απ’ την πλευρά των λιπόσαρκων για να πείσουν τις εύσαρκες ότι είναι μειονεκτικές και ερωτικά αποσυνάγωγες. Κι όμως, οι πραγματικά ερωτικά εξοβελισμένες δεν είναι αυτές που δυσκολεύονται να πείσουν έναν άνδρα να τις παρουσιάσει στην παρέα του, αλλά αυτές που απουσιάζουν από τις ερωτικές φαντασιώσεις των αρσενικών. Σας πληροφορώ λοιπόν ότι τις σκοτεινές τους ώρες -επειδή οι φαντασιώσεις ανατρέχουν στο DNA- οι άνδρες ονειρεύονται ότι εξημερώνουν ένα θηριώδες ηφαίστειο που συγκλονίζεται από απανωτές εκρήξεις και όχι ότι χαϊδολογούν το ισχνό και υποταγμένο κορμάκι μιας Μπάρμπυ.
Οι κακεντρεχείς και οι ανίδεοι διακινούν επίσης τη θεωρία ότι το σεξ με την πληθωρική γυναίκα περιέχει τεχνικές δυσκολίες. Ουδέν ψευδέστερον. Αυτό αφορά μόνο τις δραματικά υπέρβαρες γυναίκες, όπως αφορά και τους υπερβολικά παχύσαρκους άνδρες. Κατά τα άλλα πρόκειται για έναν ακόμα αστικό μύθο που δεν περιέχει ίχνος αληθείας. Η θεωρία ότι «τη βαριά γυναίκα δε μπορείς να την παίξεις στο κρεβάτι» είναι σαχλή. Με τι είναι ευκολότερο να παίξεις; Με ένα κουνουπάκι που μπορεί να χαθεί ανάμεσα στις δίπλες του σεντονιού ή με ένα κορμί που γεμίζει το κρεβάτι απ’ άκρη σ’ άκρη; Και παρακαλώ να μην ακούω βλακείες για πεσμένα βυζιά και πλαδαρούς κώλους που μπλοκάρουν τη διάθεση, διότι πρόκειται για προσχήματα. Η φύση έχει δυο δρόμους, αυτόν της πτώσης κι αυτόν του ζαρώματος. Ο άνδρας πρέπει να διαλέξει έναν απ’ τους δυο. Όποιος δεν εκτιμά το ύστερο μεγαλείο ενός πληθωρικού γυναικείου κορμιού που διανύει τον δεύτερο ή τον τρίτο κύκλο του, ήταν ανίκανος να ερεθιστεί απ’ αυτό ήδη από την περίοδο της πρώτης του μεγαλοπρέπειας.
Η ουσία του προβλήματος είναι κρυμμένη αλλού, σε σκοτεινούς βυθούς όπου μόνο το αγκίστρι της ψυχανάλυσης μπορεί να αποσώσει. Το ανασφαλές αρσενικό εξωτερικεύει -με έντεχνες συγκαλύψεις- τις παμπάλαιες αταβιστικές φοβίες του φύλου του. Αναμετρώντας νοερά το μέγεθος του πέους του με τον όγκο του κορμιού που καλείται να ικανοποιήσει, βρίσκει την αναλογία επίφοβη και το τελικό αποτέλεσμα αμφίβολο. Ενώ με μια ισχνή και μινιόν κοπελίτσα όλα μοιάζουν ευκολότερα, καθώς το πέος γίνεται συγκριτικά επαρκέστερο και ο έλεγχος του ερωτικού παιχνιδιού θεωρείται σίγουρο ότι θα παραμείνει στα χέρια του άνδρα-ιδιοκτήτη. Τρομάρα του για ιδιοκτήτη δηλαδή, που η φύση του ‘δωσε ένα μαντζαφλάρι ως μπαταρία τροφοδοσίας των πιο γελοίων ανασφαλειών του κι αυτός νομίζει πως ανάμεσα στα σκέλια του κρέμεται ο ουρανός με τ’ άστρα. Ας είναι…
Για να τελειώσω αυτό το κείμενο που μοιάζει με πηγάδι δίχως πάτο, σαν τους θρυλούμενους κόλπους των ευτραφών γυναικών (άλλος φοβικός για τα πέη των ανδρών μύθος κι αυτός), καταλήγω με μια παράξενη προειδοποίηση: Όσοι προτιμούν το σεξ με ευτραφείς γυναίκες, διατρέχουν τον κίνδυνο μία ή δύο φορές στη ζωή τους να νιώσουν μια ακατανίκητη έλξη για κάποια πραγματικά αδύνατη κυρία. Μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω. Οι λιπόσαρκες, μακρόστενες κοπέλες σπανίως γοητεύουν σεξουαλικά τους εραστές της πληθωρικότητας, όταν όμως το καταφέρουν η ερωτική τους επιρροή είναι κυριολεκτικά σατανική….
Πηγή: http://www.protagon.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου